νεροσυρμή

νεροσυρμή
η
φυσικό χαντάκι σε κατήφορο, απ' όπου τρέχουν τα βρόχινα νερά: Κι όπου το βγάζει, η αγνή νεροσυρμή που ρέει αγάλι, σε δεντρόκηπους μέσα και βραγιές (Γρυπάρης).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νεροσυρμή — η 1. φυσικό αυλάκι που σχηματίζεται από τα νερά τής βροχής τα οποία κατεβαίνουν από την πλαγιά όρους ή λόφου 2. ορμητικό ρεύμα ποταμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + συρμή (< σύρω), πρβλ. ανεμο συρμή] …   Dictionary of Greek

  • άμπουλας — ο 1. ρείθρο στον δρόμο από νερά τής βροχής, νεροσυρμή 2. πηγή νερού, κρουνός 3. (και μτφ.) «άμπουλας τού ‘τρεχε το αίμα από το χτύπημα» …   Dictionary of Greek

  • νερ(ο)- — (Μ νερ[ο] ) α συνθετικό πολλών μεσαιωνικών και νεοελληνικών λέξεων που αναφέρονται στο νερό: α) ως μέσο (πρβλ. νερό βραστος, νερο μπογιά, νερόκρασο) β) ως περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. νερο χελώνα, νερο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”